διασυνοριακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διασυνοριακός | η | διασυνοριακή | το | διασυνοριακό |
| γενική | του | διασυνοριακού | της | διασυνοριακής | του | διασυνοριακού |
| αιτιατική | τον | διασυνοριακό | τη | διασυνοριακή | το | διασυνοριακό |
| κλητική | διασυνοριακέ | διασυνοριακή | διασυνοριακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διασυνοριακοί | οι | διασυνοριακές | τα | διασυνοριακά |
| γενική | των | διασυνοριακών | των | διασυνοριακών | των | διασυνοριακών |
| αιτιατική | τους | διασυνοριακούς | τις | διασυνοριακές | τα | διασυνοριακά |
| κλητική | διασυνοριακοί | διασυνοριακές | διασυνοριακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διασυνοριακός < δια- + συνοριακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transboundary / transfrontier)
Επίθετο
διασυνοριακός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που συμβαίνει ή βρίσκεται στο σύνορο κάποιων κρατών (ή περιοχών)
Συγγενικά
- διασυνοριακά
- → δείτε τις λέξεις διά, σύνορο και όρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.