διασπαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διασπαστικός | η | διασπαστική | το | διασπαστικό |
| γενική | του | διασπαστικού | της | διασπαστικής | του | διασπαστικού |
| αιτιατική | τον | διασπαστικό | τη | διασπαστική | το | διασπαστικό |
| κλητική | διασπαστικέ | διασπαστική | διασπαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διασπαστικοί | οι | διασπαστικές | τα | διασπαστικά |
| γενική | των | διασπαστικών | των | διασπαστικών | των | διασπαστικών |
| αιτιατική | τους | διασπαστικούς | τις | διασπαστικές | τα | διασπαστικά |
| κλητική | διασπαστικοί | διασπαστικές | διασπαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διασπαστικός < διάσπαση + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική disruptif)
Συγγενικά
- διασπαστικά
- → δείτε τις λέξεις διασπώ και σπάω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.