éclater

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

éclater < παλαιά γαλλικά esclater < φραγκικά *slaitan

Προφορά

ΔΦΑ : /e.kla.te/
 

Ρήμα

éclater (fr)

  1. (παρωχημένο) συντρίβω, σπάζω
  2. σκάω
  3. ξεσπώ, ξεσπάω
  4. κομματιάζω
    (εραλδική) lance éclatée - κομματιασμένο κοντάρι
  1. σπάζω, συντρίβομαι
  2. διαιρούμαι
  3. εμφανίζομαι
  4. (μεταφορικά) εκδηλώνομαι
  5. παραφέρομαι

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.