αδιάσπαστα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αδιάσπαστα
<
αδιάσπαστος
Επίρρημα
αδιάσπαστα
με
αδιάσπαστο
τρόπο
ζωή και θάνατος είναι
αδιάσπαστα
ενωμένα
Μεταφράσεις
αδιάσπαστα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.