διαρρυθμισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαρρυθμισμένος η διαρρυθμισμένη το διαρρυθμισμένο
      γενική του διαρρυθμισμένου της διαρρυθμισμένης του διαρρυθμισμένου
    αιτιατική τον διαρρυθμισμένο τη διαρρυθμισμένη το διαρρυθμισμένο
     κλητική διαρρυθμισμένε διαρρυθμισμένη διαρρυθμισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαρρυθμισμένοι οι διαρρυθμισμένες τα διαρρυθμισμένα
      γενική των διαρρυθμισμένων των διαρρυθμισμένων των διαρρυθμισμένων
    αιτιατική τους διαρρυθμισμένους τις διαρρυθμισμένες τα διαρρυθμισμένα
     κλητική διαρρυθμισμένοι διαρρυθμισμένες διαρρυθμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαρρυθμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαρρυθμίζω

Μετοχή

διαρρυθμισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.