διαρρυθμίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαρρυθμίζω < ελληνιστική κοινή διαρρυθμίζω < αρχαία ελληνική διά + ῥυθμίζω
Συγγενικά
- αδιαρρύθμιστος
- διαρρύθμιση
- διαρρυθμιστικός
- → δείτε τις λέξεις διά, ρυθμίζω και ρυθμός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαρρυθμίζω | διαρρύθμιζα | θα διαρρυθμίζω | να διαρρυθμίζω | διαρρυθμίζοντας | |
| β' ενικ. | διαρρυθμίζεις | διαρρύθμιζες | θα διαρρυθμίζεις | να διαρρυθμίζεις | διαρρύθμιζε | |
| γ' ενικ. | διαρρυθμίζει | διαρρύθμιζε | θα διαρρυθμίζει | να διαρρυθμίζει | ||
| α' πληθ. | διαρρυθμίζουμε | διαρρυθμίζαμε | θα διαρρυθμίζουμε | να διαρρυθμίζουμε | ||
| β' πληθ. | διαρρυθμίζετε | διαρρυθμίζατε | θα διαρρυθμίζετε | να διαρρυθμίζετε | διαρρυθμίζετε | |
| γ' πληθ. | διαρρυθμίζουν(ε) | διαρρύθμιζαν διαρρυθμίζαν(ε) |
θα διαρρυθμίζουν(ε) | να διαρρυθμίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαρρύθμισα | θα διαρρυθμίσω | να διαρρυθμίσω | διαρρυθμίσει | ||
| β' ενικ. | διαρρύθμισες | θα διαρρυθμίσεις | να διαρρυθμίσεις | διαρρύθμισε | ||
| γ' ενικ. | διαρρύθμισε | θα διαρρυθμίσει | να διαρρυθμίσει | |||
| α' πληθ. | διαρρυθμίσαμε | θα διαρρυθμίσουμε | να διαρρυθμίσουμε | |||
| β' πληθ. | διαρρυθμίσατε | θα διαρρυθμίσετε | να διαρρυθμίσετε | διαρρυθμίστε | ||
| γ' πληθ. | διαρρύθμισαν διαρρυθμίσαν(ε) |
θα διαρρυθμίσουν(ε) | να διαρρυθμίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διαρρυθμίσει | είχα διαρρυθμίσει | θα έχω διαρρυθμίσει | να έχω διαρρυθμίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διαρρυθμίσει | είχες διαρρυθμίσει | θα έχεις διαρρυθμίσει | να έχεις διαρρυθμίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διαρρυθμίσει | είχε διαρρυθμίσει | θα έχει διαρρυθμίσει | να έχει διαρρυθμίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαρρυθμίσει | είχαμε διαρρυθμίσει | θα έχουμε διαρρυθμίσει | να έχουμε διαρρυθμίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διαρρυθμίσει | είχατε διαρρυθμίσει | θα έχετε διαρρυθμίσει | να έχετε διαρρυθμίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαρρυθμίσει | είχαν διαρρυθμίσει | θα έχουν διαρρυθμίσει | να έχουν διαρρυθμίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.