διαποτισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαποτισμένος | η | διαποτισμένη | το | διαποτισμένο |
| γενική | του | διαποτισμένου | της | διαποτισμένης | του | διαποτισμένου |
| αιτιατική | τον | διαποτισμένο | τη | διαποτισμένη | το | διαποτισμένο |
| κλητική | διαποτισμένε | διαποτισμένη | διαποτισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαποτισμένοι | οι | διαποτισμένες | τα | διαποτισμένα |
| γενική | των | διαποτισμένων | των | διαποτισμένων | των | διαποτισμένων |
| αιτιατική | τους | διαποτισμένους | τις | διαποτισμένες | τα | διαποτισμένα |
| κλητική | διαποτισμένοι | διαποτισμένες | διαποτισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαποτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαποτίζω
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.