διαπομπευόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαπομπευόμενος | η | διαπομπευόμενη | το | διαπομπευόμενο |
| γενική | του | διαπομπευόμενου | της | διαπομπευόμενης | του | διαπομπευόμενου |
| αιτιατική | τον | διαπομπευόμενο | τη | διαπομπευόμενη | το | διαπομπευόμενο |
| κλητική | διαπομπευόμενε | διαπομπευόμενη | διαπομπευόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαπομπευόμενοι | οι | διαπομπευόμενες | τα | διαπομπευόμενα |
| γενική | των | διαπομπευόμενων | των | διαπομπευόμενων | των | διαπομπευόμενων |
| αιτιατική | τους | διαπομπευόμενους | τις | διαπομπευόμενες | τα | διαπομπευόμενα |
| κλητική | διαπομπευόμενοι | διαπομπευόμενες | διαπομπευόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
διαπομπευόμενος, -η, -ο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διαπομπεύω
- ↪ Κάποιοι πρέπει να ένοιωσαν απίστευτη ικανοποίηση βλέποντας τον πάλαι ποτέ ευθυτενή «άνθρωπο του προέδρου» να οδηγείται στις φυλακές του Κορυδαλλού, γερασμένος, κουρασμένος και διαπομπευόμενος.
- ※ Σαν οφειλέτης διαπομπευμένος και γυμνός, υποφέρει μια Χώρα· κι Εσύ, αντί για το ευχαριστώ που της οφείλεις, προσφέρεις λόγια κενά. Καταδικασμένη σε φτώχεια η Χώρα αυτή, που ο πλούτος της κοσμεί Μουσεία: η λεία που Εσύ φυλάττεις. (Γκίντερ Γκρας, για την Ελλάδα του μνημονίου)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | διαπομπευόμενος | ἡ | διαπομπευομένη | τὸ | διαπομπευόμενον |
| γενική | τοῦ | διαπομπευομένου | τῆς | διαπομπευομένης | τοῦ | διαπομπευομένου |
| δοτική | τῷ | διαπομπευομένῳ | τῇ | διαπομπευομένῃ | τῷ | διαπομπευομένῳ |
| αιτιατική | τὸν | διαπομπευόμενον | τὴν | διαπομπευομένην | τὸ | διαπομπευόμενον |
| κλητική ὦ! | διαπομπευόμενε | διαπομπευομένη | διαπομπευόμενον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | διαπομπευόμενοι | αἱ | διαπομπευόμεναι | τὰ | διαπομπευόμενᾰ |
| γενική | τῶν | διαπομπευομένων | τῶν | διαπομπευομένων | τῶν | διαπομπευομένων |
| δοτική | τοῖς | διαπομπευομένοις | ταῖς | διαπομπευομέναις | τοῖς | διαπομπευομένοις |
| αιτιατική | τοὺς | διαπομπευομένους | τὰς | διαπομπευομένᾱς | τὰ | διαπομπευόμενᾰ |
| κλητική ὦ! | διαπομπευόμενοι | διαπομπευόμεναι | διαπομπευόμενᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαπομπευομένω | τὼ | διαπομπευομένᾱ | τὼ | διαπομπευομένω |
| γεν-δοτ | τοῖν | διαπομπευομένοιν | τοῖν | διαπομπευομέναιν | τοῖν | διαπομπευομένοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
διαπομπευόμενος, -η, -ον
- (ελληνιστική κοινή) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διαπομπεύω
Μεταφράσεις
διαπομπευόμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.