διαπιστευμένος
| Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαπιστευμένος | η | διαπιστευμένη | το | διαπιστευμένο |
| γενική | του | διαπιστευμένου | της | διαπιστευμένης | του | διαπιστευμένου |
| αιτιατική | τον | διαπιστευμένο | τη | διαπιστευμένη | το | διαπιστευμένο |
| κλητική | διαπιστευμένε | διαπιστευμένη | διαπιστευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαπιστευμένοι | οι | διαπιστευμένες | τα | διαπιστευμένα |
| γενική | των | διαπιστευμένων | των | διαπιστευμένων | των | διαπιστευμένων |
| αιτιατική | τους | διαπιστευμένους | τις | διαπιστευμένες | τα | διαπιστευμένα |
| κλητική | διαπιστευμένοι | διαπιστευμένες | διαπιστευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαπιστευμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διαπιστεύω
Μετοχή
διαπιστευμένος, -η, -ο
- που η ισχύς του έχει επιβεβαιωθεί βάσει αξιόπιστων κριτηρίων (πχ επιστημονικών) ή/και που η ισχύς του αναγνωρίζεται κι ενίοτε εγγυάται από κάποια αρχή
Μεταφράσεις
(μετοχή) με διαπίστευση κύρους
|
|
Ουσιαστικό
διαπιστευμένος αρσενικό
- (παράγωγη σημασία) που έχει διοριστεί διπλωματικός αντιπρόσωπος σε ξένο κράτος
Μεταφράσεις
(ουσιαστικό) που ανήκει στο διπλωματικό σώμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.