διαολεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαολεμένος | η | διαολεμένη | το | διαολεμένο |
| γενική | του | διαολεμένου | της | διαολεμένης | του | διαολεμένου |
| αιτιατική | τον | διαολεμένο | τη | διαολεμένη | το | διαολεμένο |
| κλητική | διαολεμένε | διαολεμένη | διαολεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαολεμένοι | οι | διαολεμένες | τα | διαολεμένα |
| γενική | των | διαολεμένων | των | διαολεμένων | των | διαολεμένων |
| αιτιατική | τους | διαολεμένους | τις | διαολεμένες | τα | διαολεμένα |
| κλητική | διαολεμένοι | διαολεμένες | διαολεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαολεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαολίζομαι
Μετοχή
διαολεμένος, -η, -ο
- ο διαβολεμένος, ο πολύ έντονος και ενοχλητικός, ο αφόρητος, που τον εμπνεύει ο διάολος
- Εκανε ένα διαολεμένο κρύο -Μια διαοελεμένη ζέστη
- Αυτο το παιδί έχει διαολεμένο πείσμα
Μεταφράσεις
διαολεμένος
|
→ δείτε τη λέξη διαβολεμένος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.