διανοιχθείς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διανοιχθείς & διανοιχθέντας |
η | διανοιχθείσα | το | διανοιχθέν |
| γενική | του | διανοιχθέντος & διανοιχθέντα |
της | διανοιχθείσας & διανοιχθείσης* |
του | διανοιχθέντος |
| αιτιατική | τον | διανοιχθέντα | τη | διανοιχθείσα | το | διανοιχθέν |
| κλητική | διανοιχθείς & διανοιχθέντα |
διανοιχθείσα | διανοιχθέν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διανοιχθέντες | οι | διανοιχθείσες | τα | διανοιχθέντα |
| γενική | των | διανοιχθέντων | των | διανοιχθεισών | των | διανοιχθέντων |
| αιτιατική | τους | διανοιχθέντες | τις | διανοιχθείσες | τα | διανοιχθέντα |
| κλητική | διανοιχθέντες | διανοιχθείσες | διανοιχθέντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διανοιχθείς < αρχαία ελληνική διανοιχθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος διανοίγω
Συγγενικά
Μεταφράσεις
διανοιχθείς
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.