διαμφισβητημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαμφισβητημένος η διαμφισβητημένη το διαμφισβητημένο
      γενική του διαμφισβητημένου της διαμφισβητημένης του διαμφισβητημένου
    αιτιατική τον διαμφισβητημένο τη διαμφισβητημένη το διαμφισβητημένο
     κλητική διαμφισβητημένε διαμφισβητημένη διαμφισβητημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαμφισβητημένοι οι διαμφισβητημένες τα διαμφισβητημένα
      γενική των διαμφισβητημένων των διαμφισβητημένων των διαμφισβητημένων
    αιτιατική τους διαμφισβητημένους τις διαμφισβητημένες τα διαμφισβητημένα
     κλητική διαμφισβητημένοι διαμφισβητημένες διαμφισβητημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαμφισβητημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαμφισβητώ

Μετοχή

διαμφισβητημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.