διαμφισβητώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαμφισβητώ < αρχαία ελληνική διαμφισβητέω / διαμφισβητῶ
Ρήμα
διαμφισβητώ (παθητική φωνή: διαμφισβητούμαι)
Συγγενικά
- διαμφισβήτηση
- → δείτε τις λέξεις αμφισβητώ, αμφί και βαίνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαμφισβητώ | διαμφισβητούσα | θα διαμφισβητώ | να διαμφισβητώ | διαμφισβητώντας | |
| β' ενικ. | διαμφισβητείς | διαμφισβητούσες | θα διαμφισβητείς | να διαμφισβητείς | (διαμφισβήτει) | |
| γ' ενικ. | διαμφισβητεί | διαμφισβητούσε | θα διαμφισβητεί | να διαμφισβητεί | ||
| α' πληθ. | διαμφισβητούμε | διαμφισβητούσαμε | θα διαμφισβητούμε | να διαμφισβητούμε | ||
| β' πληθ. | διαμφισβητείτε | διαμφισβητούσατε | θα διαμφισβητείτε | να διαμφισβητείτε | διαμφισβητείτε | |
| γ' πληθ. | διαμφισβητούν(ε) | διαμφισβητούσαν(ε) | θα διαμφισβητούν(ε) | να διαμφισβητούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαμφισβήτησα | θα διαμφισβητήσω | να διαμφισβητήσω | διαμφισβητήσει | ||
| β' ενικ. | διαμφισβήτησες | θα διαμφισβητήσεις | να διαμφισβητήσεις | διαμφισβήτησε | ||
| γ' ενικ. | διαμφισβήτησε | θα διαμφισβητήσει | να διαμφισβητήσει | |||
| α' πληθ. | διαμφισβητήσαμε | θα διαμφισβητήσουμε | να διαμφισβητήσουμε | |||
| β' πληθ. | διαμφισβητήσατε | θα διαμφισβητήσετε | να διαμφισβητήσετε | διαμφισβητήστε | ||
| γ' πληθ. | διαμφισβήτησαν διαμφισβητήσαν(ε) |
θα διαμφισβητήσουν(ε) | να διαμφισβητήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διαμφισβητήσει | είχα διαμφισβητήσει | θα έχω διαμφισβητήσει | να έχω διαμφισβητήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διαμφισβητήσει | είχες διαμφισβητήσει | θα έχεις διαμφισβητήσει | να έχεις διαμφισβητήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διαμφισβητήσει | είχε διαμφισβητήσει | θα έχει διαμφισβητήσει | να έχει διαμφισβητήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαμφισβητήσει | είχαμε διαμφισβητήσει | θα έχουμε διαμφισβητήσει | να έχουμε διαμφισβητήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διαμφισβητήσει | είχατε διαμφισβητήσει | θα έχετε διαμφισβητήσει | να έχετε διαμφισβητήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαμφισβητήσει | είχαν διαμφισβητήσει | θα έχουν διαμφισβητήσει | να έχουν διαμφισβητήσει |
| |
Μεταφράσεις
διαμφισβητώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.