διαλαμβανόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαλαμβανόμενος | η | διαλαμβανόμενη | το | διαλαμβανόμενο |
| γενική | του | διαλαμβανόμενου | της | διαλαμβανόμενης | του | διαλαμβανόμενου |
| αιτιατική | τον | διαλαμβανόμενο | τη | διαλαμβανόμενη | το | διαλαμβανόμενο |
| κλητική | διαλαμβανόμενε | διαλαμβανόμενη | διαλαμβανόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαλαμβανόμενοι | οι | διαλαμβανόμενες | τα | διαλαμβανόμενα |
| γενική | των | διαλαμβανόμενων | των | διαλαμβανόμενων | των | διαλαμβανόμενων |
| αιτιατική | τους | διαλαμβανόμενους | τις | διαλαμβανόμενες | τα | διαλαμβανόμενα |
| κλητική | διαλαμβανόμενοι | διαλαμβανόμενες | διαλαμβανόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις διαλαμβάνω και λαμβάνω
Μεταφράσεις
διαλαμβανόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.