διακρατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διακρατικός | η | διακρατική | το | διακρατικό |
| γενική | του | διακρατικού | της | διακρατικής | του | διακρατικού |
| αιτιατική | τον | διακρατικό | τη | διακρατική | το | διακρατικό |
| κλητική | διακρατικέ | διακρατική | διακρατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διακρατικοί | οι | διακρατικές | τα | διακρατικά |
| γενική | των | διακρατικών | των | διακρατικών | των | διακρατικών |
| αιτιατική | τους | διακρατικούς | τις | διακρατικές | τα | διακρατικά |
| κλητική | διακρατικοί | διακρατικές | διακρατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διακρατικός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλικά interstate ή (μεταφραστικό δάνειο) γερμανικά zwischenstaatlich < διά + κράτος
Επίθετο
διακρατικός, -ή, -ό
- που γίνεται με τη συμμετοχή τουλάχιστον δύο κρατών
- (ειδικότερα) που γίνεται μεταξύ δύο κρατών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.