διακηρυγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακηρυγμένος η διακηρυγμένη το διακηρυγμένο
      γενική του διακηρυγμένου της διακηρυγμένης του διακηρυγμένου
    αιτιατική τον διακηρυγμένο τη διακηρυγμένη το διακηρυγμένο
     κλητική διακηρυγμένε διακηρυγμένη διακηρυγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακηρυγμένοι οι διακηρυγμένες τα διακηρυγμένα
      γενική των διακηρυγμένων των διακηρυγμένων των διακηρυγμένων
    αιτιατική τους διακηρυγμένους τις διακηρυγμένες τα διακηρυγμένα
     κλητική διακηρυγμένοι διακηρυγμένες διακηρυγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διακηρυγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διακηρύσσω / διακηρύττω

Μετοχή

διακηρυγμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.