απαθανατίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απαθανατίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαθανατίζω < ἀπ- + ἀθάνατος + -ίζω

Ρήμα

απαθανατίζω, αόρ.: απαθανάτισα, παθ.φωνή: απαθανατίζομαι, π.αόρ.: απαθανατίστηκα/-σθηκα, μτχ.π.π.: απαθανατισμένος [1]

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.