διαιτώμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαιτώμενος | η | διαιτώμενη | το | διαιτώμενο |
| γενική | του | διαιτώμενου | της | διαιτώμενης | του | διαιτώμενου |
| αιτιατική | τον | διαιτώμενο | τη | διαιτώμενη | το | διαιτώμενο |
| κλητική | διαιτώμενε | διαιτώμενη | διαιτώμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαιτώμενοι | οι | διαιτώμενες | τα | διαιτώμενα |
| γενική | των | διαιτώμενων | των | διαιτώμενων | των | διαιτώμενων |
| αιτιατική | τους | διαιτώμενους | τις | διαιτώμενες | τα | διαιτώμενα |
| κλητική | διαιτώμενοι | διαιτώμενες | διαιτώμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
διαιτώμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος διαιτώμαι
- Ορεκτικά, σαλάτες, λαχματζούν, πεϊνιρλί και γλυκά για να μοιραστείτε με την παρέα, διαιτωμένους και μη. (*)
Μεταφράσεις
διαιτώμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.