διαδραστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαδραστικός η διαδραστική το διαδραστικό
      γενική του διαδραστικού της διαδραστικής του διαδραστικού
    αιτιατική τον διαδραστικό τη διαδραστική το διαδραστικό
     κλητική διαδραστικέ διαδραστική διαδραστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαδραστικοί οι διαδραστικές τα διαδραστικά
      γενική των διαδραστικών των διαδραστικών των διαδραστικών
    αιτιατική τους διαδραστικούς τις διαδραστικές τα διαδραστικά
     κλητική διαδραστικοί διαδραστικές διαδραστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαδραστικός < δια- + δραστικός < δράση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική interactive)

Επίθετο

διαδραστικός, -ή, -ό

  • (νεολογισμός: εκπαίδευση, πληροφορική) για συσκευή, τεχνολογία, μέσο που επιτρέπει αμφίδρομη επικοινωνία και περιλαμβάνει ανθρώπινους χειριστές, οι οποίοι αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον της προσομοίωσης
    βαθμιαία εισάγονται στα σχολεία διαδραστικοί πίνακες διδασκαλίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.