διαγράφομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαγράφομαι < παθητική φωνή του ρήματος διαγράφω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯aˈɣɾa.fo.me/ & /ðʝaˈɣɾa.fo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐γρά‐φο‐μαι
Ρήμα
διαγράφομαι, πρτ.: π-αορ, στ.μέλλ.: θα διαγράφτηκα, μτχ.π.π.: διαγραμμένος, (ενεργ.: διαγράφω)
- παθητικές σημασίες του διαγράφω
- φαίνομαι, σχηματίζομαι, διακρίνομαι
- για κάτι που φαίνεται ότι θα συμβεί στο μέλλον, που υπάρχει ως πιθανότητα
- ※ Το μέλλον του ανθρώπου διαγράφεται «βιονικό». Τα άτομα με κινητική ή αισθητηριακή αναπηρία μπορεί στο μέλλον να έχουν καλύτερες επιδόσεις από τα υγιή. (enet.gr)
Κλίση
- → δείτε τη λέξη διαγράφω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.