διαβίβαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαβίβαση | οι | διαβιβάσεις |
| γενική | της | διαβίβασης* | των | διαβιβάσεων |
| αιτιατική | τη | διαβίβαση | τις | διαβιβάσεις |
| κλητική | διαβίβαση | διαβιβάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διαβιβάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαβίβαση < διαβιβάζω + -ση (2.μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική transmissions)
Ουσιαστικό
διαβίβαση θηλυκό
- μεταφορά από ένα σημείο σε άλλο, μεταβίβαση
- (ουσιαστικοποιημένο) διαβιβάσεις
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
διαβίβαση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.