διήγησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διήγησῐς | αἱ | διηγήσεις |
| γενική | τῆς | διηγήσεως | τῶν | διηγήσεων |
| δοτική | τῇ | διηγήσει | ταῖς | διηγήσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | διήγησῐν | τὰς | διηγήσεις |
| κλητική ὦ! | διήγησῐ | διηγήσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διηγήσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διηγησέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- διήγησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.