διέλευσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διέλευσῐς | αἱ | διελεύσεις | ||||
| γενική | τῆς | διελεύσεως | τῶν | διελεύσεων | ||||
| δοτική | τῇ | διελεύσει | ταῖς | διελεύσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | διέλευσῐν | τὰς | διελεύσεις | ||||
| κλητική ὦ! | διέλευσῐ | διελεύσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διελεύσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | διελευσέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
διέλευσις θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) η διέλευση
- ※ οἱ τῆς διελεύσεως τοῦ ζῳδιακοῦ χρόνοι Πτολεμαίος (100-170), Τετράβιβλος, 3.11.19
Πηγές
- διέλευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.