διάσταση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διάσταση | οι | διαστάσεις |
| γενική | της | διάστασης* | των | διαστάσεων |
| αιτιατική | τη | διάσταση | τις | διαστάσεις |
| κλητική | διάσταση | διαστάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διαστάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διάσταση < αρχαία ελληνική διάστασις < διίσταμαι (διά και ἵσταμαι)
Ουσιαστικό
διάσταση θηλυκό
- (μαθηματικά) το σύνολο των στοιχείων που παράγονται από ένα διάνυσμα μιας ελάχιστης γραμμικής θήκης ενός αλγεβρικού σώματος
- Ο προσδιορισμός ενός στοιχείου κατά την οποία χρησιμοποιείται μια διάσταση, συνεπάγεται ότι δεν υπάρχει τρόπος να προσδιοριστεί αυτό το στοιχείο μόνο με τις υπόλοιπες διαστάσεις.
- καθένα από τα τρία θεμελιώδη μεγέθη: μήκος, πλάτος, ύψος
- η τέταρτη διάσταση είναι ακόμα μία αμφιλεγόμενη έννοια
- (κατ' επέκταση) το μέτρο κάθε μιας από τις τρεις διαστάσεις
- τι διαστάσεις έχει το κουτί που θα μου στείλεις;
- η όψη μιας υπόθεσης, ενός προβλήματος κλπ.
- η επέκταση ή η ευρύτητα ενός φαινομένου
- η χρήση των ναρκωτικών έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις
- ο χωρισμός ζευγαριού
- είναι σε διάσταση με τον άντρα της και ετοιμάζονται για διαζύγιο
Εκφράσεις
- σε άλλη διάσταση: εντελώς διαφορετικά από το συνηθισμένο
Συγγενικά
- διαστασιολόγηση
- διαστασιοποίηση
- διαστασιοποιώ/διαστασιοποιούμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.