διάνυσμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διάνυσμα | τα | διανύσματα |
| γενική | του | διανύσματος | των | διανυσμάτων |
| αιτιατική | το | διάνυσμα | τα | διανύσματα |
| κλητική | διάνυσμα | διανύσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διάνυσμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάνυσμα < αρχαία ελληνική διανύω < διά- + ἀνύω
Ουσιαστικό
διάνυσμα ουδέτερο
- (φυσική, μηχανική) ποσότητα που έχει μέτρο και κατεύθυνση
- (μαθηματικά, γραμμική άλγεβρα) στοιχείο διανυσματικού χώρου
- (μαθηματικά, γεωμετρία) προσανατολισμένο ευθύγραμμο τμήμα
Συνώνυμα
Σύνθετα
-
διάνυσμα στη Βικιπαίδεια

- βαθμωτό
- τανυστής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.