conformation

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

conformation (en)

  1. συμμόρφωση
     συνώνυμα: conformance
  2. διαμόρφωση
  3. (ζωολογία) ανατομικά χαρακτηριστικά ζώου, διάπλαση (συνήθως για αναλυτική περιγραφή και όχι γενικόλογα)
  4. (χημεία) για επιτρεπόμενη μοριακή περιστροφή συστατικών ατόμων εντός του βαθμού ελευθερίας κίνησης των χημικών δεσμών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.