διαλύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

διαλύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαλύω
  2. θα διαλύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαλύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

διαλύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διάλυση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.