discrimination

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

discrimination (en)

  1. η διάκριση ανάμεσα σε δύο πράγματα, η κατανόηση της διαφοράς μεταξύ τους
    These differences are the basis for the discrimination between tumor and normal tissue
  2. οι διακρίσεις εις βάρος ενός τμήματος του πληθυσμού



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

discrimination < λατινική discriminatio (διαχωρισμός)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
discrimination discriminations

discrimination (fr) θηλυκό

  1. o διαχωρισμός
  2. (κατ’ επέκταση) o διαχωρισμός μιας ομάδας ανθρώπων δίνοντάς τους λιγότερα , δικαιώματα, η διάκριση
  3. (ψυχολογία) η διάκριση, η ικανότητα του να διακρίνει κανείς διάφορα πράγματα μεταξύ τους

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.