δημώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δημώδης | η | δημώδης | το | δημώδες |
| γενική | του | δημώδους | της | δημώδους | του | δημώδους |
| αιτιατική | τον | δημώδη | τη | δημώδη | το | δημώδες |
| κλητική | δημώδη(ς) | δημώδης | δημώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δημώδεις | οι | δημώδεις | τα | δημώδη |
| γενική | των | δημωδών | των | δημωδών | των | δημωδών |
| αιτιατική | τους | δημώδεις | τις | δημώδεις | τα | δημώδη |
| κλητική | δημώδεις | δημώδεις | δημώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δημώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δημώδης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðiˈmo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐μώ‐δης
Επίθετο
δημώδης, -ης, -ες
- που ανήκει ή χρησιμοποιείται από το λαό και όχι από τους λογίους· ιδιαίτερα για να χαρακτηριστεί μια μορφή γλώσσας ή μια ορισμένη γραμματεία
- ↪ τα σατιρικά ποιήματα του Πτωχοπρόδρομου γράφτηκαν στη δημώδη γλώσσα του 12ου αιώνα
- ↪ τα δημώδη άσματα (τα δημοτικά τραγούδια)
- ↪ οι ρομανικές γλώσσες προέρχονται από τη δημώδη λατινική
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δήμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- δημώδης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δημώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.