vernacular
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
vernacular
(en)
η
ομιλούμενη
γλώσσα, η
εθνική
γλώσσα ενός λαού
η
καθομιλουμένη
το
ιδίωμα
Επίθετο
vernacular
(en)
που αναφέρεται στην
καθομιλουμένη
γλώσσα
λαϊκός, δημώδης
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.