δημιουργέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- δημιουργέω < δημιουργός < δῆμος + ἔργον
Ρήμα
δημιουργέω
- εργάζομαι, είμαι επαγγελματίας
- είμαι τεχνίτης
- δημιουργώ, κατασκευάζω
- κατέχω το δημόσιο αξίωμα του δημιουργού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.