δημιουργέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δημιουργέω < δημιουργός < δῆμος + ἔργον

Ρήμα

δημιουργέω

  1. εργάζομαι, είμαι επαγγελματίας
  2. είμαι τεχνίτης
  3. δημιουργώ, κατασκευάζω
  4. κατέχω το δημόσιο αξίωμα του δημιουργού

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.