δημευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δημευμένος | η | δημευμένη | το | δημευμένο |
| γενική | του | δημευμένου | της | δημευμένης | του | δημευμένου |
| αιτιατική | τον | δημευμένο | τη | δημευμένη | το | δημευμένο |
| κλητική | δημευμένε | δημευμένη | δημευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δημευμένοι | οι | δημευμένες | τα | δημευμένα |
| γενική | των | δημευμένων | των | δημευμένων | των | δημευμένων |
| αιτιατική | τους | δημευμένους | τις | δημευμένες | τα | δημευμένα |
| κλητική | δημευμένοι | δημευμένες | δημευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δημευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δημεύω
Μεταφράσεις
δημευμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.