δημεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δημεύω < αρχαία ελληνική δημεύω < δῆμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deh₂mos < *deh₂- (διαιρώ)
Ρήμα
δημεύω (παθητική φωνή: δημεύομαι)
- μετατρέπω ιδιωτική περιουσία ή αγαθό σε ιδιοκτησία του κράτους, χωρίς να δώσω οικονομικό αντάλλαγμα, ως ποινή
Παράγωγα
- αδήμευτος
- δημευμένος
- δήμευση
- δημεύσιμος
- δημευτής
- δημευτικά
- δημευτικός
- δημευτικώς
- δημεύτρια
- καταδημεύω
- → δείτε τη λέξη δήμος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δημεύω | δήμευα | θα δημεύω | να δημεύω | δημεύοντας | |
| β' ενικ. | δημεύεις | δήμευες | θα δημεύεις | να δημεύεις | δήμευε | |
| γ' ενικ. | δημεύει | δήμευε | θα δημεύει | να δημεύει | ||
| α' πληθ. | δημεύουμε | δημεύαμε | θα δημεύουμε | να δημεύουμε | ||
| β' πληθ. | δημεύετε | δημεύατε | θα δημεύετε | να δημεύετε | δημεύετε | |
| γ' πληθ. | δημεύουν(ε) | δήμευαν δημεύαν(ε) |
θα δημεύουν(ε) | να δημεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δήμευσα | θα δημεύσω | να δημεύσω | δημεύσει | ||
| β' ενικ. | δήμευσες | θα δημεύσεις | να δημεύσεις | δήμευσε | ||
| γ' ενικ. | δήμευσε | θα δημεύσει | να δημεύσει | |||
| α' πληθ. | δημεύσαμε | θα δημεύσουμε | να δημεύσουμε | |||
| β' πληθ. | δημεύσατε | θα δημεύσετε | να δημεύσετε | δημεύστε | ||
| γ' πληθ. | δήμευσαν δημεύσαν(ε) |
θα δημεύσουν(ε) | να δημεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω δημεύσει | είχα δημεύσει | θα έχω δημεύσει | να έχω δημεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις δημεύσει | είχες δημεύσει | θα έχεις δημεύσει | να έχεις δημεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει δημεύσει | είχε δημεύσει | θα έχει δημεύσει | να έχει δημεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε δημεύσει | είχαμε δημεύσει | θα έχουμε δημεύσει | να έχουμε δημεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε δημεύσει | είχατε δημεύσει | θα έχετε δημεύσει | να έχετε δημεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν δημεύσει | είχαν δημεύσει | θα έχουν δημεύσει | να έχουν δημεύσει |
| |
Μεταφράσεις
δημεύω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.