prison
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
prison (en)
- η φυλακή
- (ΗΠΑ) (ειδικότερα, επίσημο) πολιτειακή ή ομοσπονδιακή φυλακή στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (σε αντίθεση με την τοπική φυλακή - κατάστημα κράτησης, που αποκαλείται jail)
- → δείτε και τη λέξη penitentiary
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.