δεσιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δεσιά | οι | δεσιές |
| γενική | της | δεσιάς | των | δεσιών |
| αιτιατική | τη | δεσιά | τις | δεσιές |
| κλητική | δεσιά | δεσιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðeˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐σιά
Ουσιαστικό
δεσιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο)
- δέσιμο
- τεχνητό εμπόδιο για την αλλαγή κατεύθυνσης της ροής του νερού ενός ρεύματος
Συγγενικά
- Δεσιά (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
δεσιά
|
→ δείτε τη λέξη δέσιμο |
Αναφορές
- δεσιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.