δεματικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δεματικό | τα | δεματικά |
| γενική | του | δεματικού | των | δεματικών |
| αιτιατική | το | δεματικό | τα | δεματικά |
| κλητική | δεματικό | δεματικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δεματικό < μεσαιωνική ελληνική δεματικό(ν) < δεμάτι < ελληνιστική κοινή δεμάτιον < αρχαία ελληνική δέμα < δέω
Ουσιαστικό
δεματικό ουδέτερο
- τα δεσμά με τα οποία δένουμε κάτι
- καλαμόσχοινο με το οποίο δένουν τα δεμάτια
- (κατ’ επέκταση) ματσάκι εδώδιμων χορταρικών
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δένω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.