δεματιασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεματιασμένος η δεματιασμένη το δεματιασμένο
      γενική του δεματιασμένου της δεματιασμένης του δεματιασμένου
    αιτιατική τον δεματιασμένο τη δεματιασμένη το δεματιασμένο
     κλητική δεματιασμένε δεματιασμένη δεματιασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεματιασμένοι οι δεματιασμένες τα δεματιασμένα
      γενική των δεματιασμένων των δεματιασμένων των δεματιασμένων
    αιτιατική τους δεματιασμένους τις δεματιασμένες τα δεματιασμένα
     κλητική δεματιασμένοι δεματιασμένες δεματιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

δεματιασμένος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.