δεματιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δεματιάζω < δεμάτ(ι) + -ιάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ðe.maˈtça.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δεματιάζω

Ρήμα

δεματιάζω, αόρ.: δεμάτιασα, παθ.φωνή: δεματιάζομαι, π.αόρ.: δεματιάστηκα, μτχ.π.π.: δεματιασμένος

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.