δεματιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðe.maˈtça.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐μα‐τιά‐ζω
Ρήμα
δεματιάζω, αόρ.: δεμάτιασα, παθ.φωνή: δεματιάζομαι, π.αόρ.: δεματιάστηκα, μτχ.π.π.: δεματιασμένος
- συγκεντρώνω μια ποσότητα από κάτι (πχ από ξύλα), τα δένω μαζί και τα κάνω ένα δεμάτι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δεματιάζω | δεμάτιαζα | θα δεματιάζω | να δεματιάζω | δεματιάζοντας | |
| β' ενικ. | δεματιάζεις | δεμάτιαζες | θα δεματιάζεις | να δεματιάζεις | δεμάτιαζε | |
| γ' ενικ. | δεματιάζει | δεμάτιαζε | θα δεματιάζει | να δεματιάζει | ||
| α' πληθ. | δεματιάζουμε | δεματιάζαμε | θα δεματιάζουμε | να δεματιάζουμε | ||
| β' πληθ. | δεματιάζετε | δεματιάζατε | θα δεματιάζετε | να δεματιάζετε | δεματιάζετε | |
| γ' πληθ. | δεματιάζουν(ε) | δεμάτιαζαν δεματιάζαν(ε) |
θα δεματιάζουν(ε) | να δεματιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δεμάτιασα | θα δεματιάσω | να δεματιάσω | δεματιάσει | ||
| β' ενικ. | δεμάτιασες | θα δεματιάσεις | να δεματιάσεις | δεμάτιασε | ||
| γ' ενικ. | δεμάτιασε | θα δεματιάσει | να δεματιάσει | |||
| α' πληθ. | δεματιάσαμε | θα δεματιάσουμε | να δεματιάσουμε | |||
| β' πληθ. | δεματιάσατε | θα δεματιάσετε | να δεματιάσετε | δεματιάστε | ||
| γ' πληθ. | δεμάτιασαν δεματιάσαν(ε) |
θα δεματιάσουν(ε) | να δεματιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω δεματιάσει | είχα δεματιάσει | θα έχω δεματιάσει | να έχω δεματιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις δεματιάσει | είχες δεματιάσει | θα έχεις δεματιάσει | να έχεις δεματιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει δεματιάσει | είχε δεματιάσει | θα έχει δεματιάσει | να έχει δεματιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε δεματιάσει | είχαμε δεματιάσει | θα έχουμε δεματιάσει | να έχουμε δεματιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε δεματιάσει | είχατε δεματιάσει | θα έχετε δεματιάσει | να έχετε δεματιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν δεματιάσει | είχαν δεματιάσει | θα έχουν δεματιάσει | να έχουν δεματιάσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δεματιάζομαι | δεματιαζόμουν(α) | θα δεματιάζομαι | να δεματιάζομαι | ||
| β' ενικ. | δεματιάζεσαι | δεματιαζόσουν(α) | θα δεματιάζεσαι | να δεματιάζεσαι | ||
| γ' ενικ. | δεματιάζεται | δεματιαζόταν(ε) | θα δεματιάζεται | να δεματιάζεται | ||
| α' πληθ. | δεματιαζόμαστε | δεματιαζόμαστε δεματιαζόμασταν |
θα δεματιαζόμαστε | να δεματιαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | δεματιάζεστε | δεματιαζόσαστε δεματιαζόσασταν |
θα δεματιάζεστε | να δεματιάζεστε | (δεματιάζεστε) | |
| γ' πληθ. | δεματιάζονται | δεματιάζονταν δεματιαζόντουσαν |
θα δεματιάζονται | να δεματιάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δεματιάστηκα | θα δεματιαστώ | να δεματιαστώ | δεματιαστεί | ||
| β' ενικ. | δεματιάστηκες | θα δεματιαστείς | να δεματιαστείς | δεματιάσου | ||
| γ' ενικ. | δεματιάστηκε | θα δεματιαστεί | να δεματιαστεί | |||
| α' πληθ. | δεματιαστήκαμε | θα δεματιαστούμε | να δεματιαστούμε | |||
| β' πληθ. | δεματιαστήκατε | θα δεματιαστείτε | να δεματιαστείτε | δεματιαστείτε | ||
| γ' πληθ. | δεματιάστηκαν δεματιαστήκαν(ε) |
θα δεματιαστούν(ε) | να δεματιαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω δεματιαστεί | είχα δεματιαστεί | θα έχω δεματιαστεί | να έχω δεματιαστεί | δεματιασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις δεματιαστεί | είχες δεματιαστεί | θα έχεις δεματιαστεί | να έχεις δεματιαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει δεματιαστεί | είχε δεματιαστεί | θα έχει δεματιαστεί | να έχει δεματιαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε δεματιαστεί | είχαμε δεματιαστεί | θα έχουμε δεματιαστεί | να έχουμε δεματιαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε δεματιαστεί | είχατε δεματιαστεί | θα έχετε δεματιαστεί | να έχετε δεματιαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν δεματιαστεί | είχαν δεματιαστεί | θα έχουν δεματιαστεί | να έχουν δεματιαστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι δεματιασμένος - είμαστε, είστε, είναι δεματιασμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν δεματιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν δεματιασμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι δεματιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι δεματιασμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι δεματιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι δεματιασμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.