δεκάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεκάρι τα δεκάρια
      γενική του δεκαριού των δεκαριών
    αιτιατική το δεκάρι τα δεκάρια
     κλητική δεκάρι δεκάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεκάρι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

δεκάρι ουδέτερο

  1. δέκα, σχολικός βαθμός
  2. δέκα, φύλλο της τράπουλας
    το δεκάρι το καλό μετράει για δυο πόντους
  3. Δεκάρι, ποδοσφαιριστής που αγωνίζεται στην μεσοεπιθετική θέση της σύνθεσης.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.