δεκαχίλιαρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δεκαχίλιαρο | τα | δεκαχίλιαρα |
| γενική | του | δεκαχίλιαρου | των | δεκαχίλιαρων |
| αιτιατική | το | δεκαχίλιαρο | τα | δεκαχίλιαρα |
| κλητική | δεκαχίλιαρο | δεκαχίλιαρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Kατοχικό δεκαχίλιαρο (πληθωριστικό) του 1942.
_-_Vorderseite.jpg.webp)
Δεκαχίλιαρο του 1995.
Μεταφράσεις
δεκαχίλιαρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.