δανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δανός οι δανοί
      γενική του δανού των δανών
    αιτιατική τον δανό τους δανούς
     κλητική δανέ δανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

δανός αρσενικό (θηλυκό δανή)

Συγγενικά

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δανός δανή τὸ δανόν
      γενική τοῦ δανοῦ τῆς δανῆς τοῦ δανοῦ
      δοτική τῷ δαν τῇ δαν τῷ δαν
    αιτιατική τὸν δανόν τὴν δανήν τὸ δανόν
     κλητική ! δανέ δανή δανόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δανοί αἱ δαναί τὰ δανᾰ́
      γενική τῶν δανῶν τῶν δανῶν τῶν δανῶν
      δοτική τοῖς δανοῖς ταῖς δαναῖς τοῖς δανοῖς
    αιτιατική τοὺς δανούς τὰς δανᾱ́ς τὰ δανᾰ́
     κλητική ! δανοί δαναί δανᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δανώ τὼ δανᾱ́ τὼ δανώ
      γεν-δοτ τοῖν δανοῖν τοῖν δαναῖν τοῖν δανοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δανός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

δανός, -ή, -όν, υπερθετικός: δανότατος

  • δαυνός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.