δήγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δήγμα τα δήγματα
      γενική του δήγματος των δηγμάτων
    αιτιατική το δήγμα τα δήγματα
     κλητική δήγμα δήγματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δήγμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δῆγμα <  δείτε τη λέξη δάκνω (δαγκώνω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈðiɣ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δήγμα
παλιότερος συλλαβισμός: δήγμα
ομόηχο: δείγμα

Ουσιαστικό

δήγμα ουδέτερο

  1. το δάγκωμα
  2. το τσίμπημα εντόμου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.