δάκνω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  δάκνω 
Παρατατικός  ἔδακνον 
Μέλλοντας  δήξομαι 
Αόριστος  ἔδακον 
Παρακείμενος  δέδηχα 
Υπερσυντέλικος  ἐδεδήχειν 
Συντελ.Μέλλ.

Ρήμα

δάκνω, μέσο-παθητικό: δάκνομαι

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.