χρως

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο χρως
      γενική του χρωτός / χροός
    αιτιατική τον χρώτα / χρόα
     κλητική χρω(ς)
Δείτε την αρχαία κλίση χρώς.
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρως < αρχαία ελληνική χρώς

Ουσιαστικό

χρως αρσενικό

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.