δερματολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | δερματολόγος | οι | δερματολόγοι |
| γενική | του/της | δερματολόγου | των | δερματολόγων |
| αιτιατική | τον/τη | δερματολόγο | τους/τις | δερματολόγους |
| κλητική | δερματολόγε | δερματολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δερματολόγος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
δερματολόγος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
δερματολόγος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.