γόρδιος δεσμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γόρδιος δεσμός | οι | γόρδιοι δεσμοί |
| γενική | του | γόρδιου δεσμού | των | γόρδιων δεσμών |
| αιτιατική | τον | γόρδιο δεσμό | τους | γόρδιους δεσμούς |
| κλητική | γόρδιε δεσμέ | γόρδιοι δεσμοί | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ο Μέγας Αλέξανδρος κόβει τον γόρδιο δεσμό. Πίνακας του Ζαν Σιμόν Μπαρτελεμύ (Jean-Simon Berthélemy)
Ετυμολογία
- γόρδιος δεσμός < γόρδιος (→ δείτε αρχαία ελληνική Γόρδιον) & δεσμός < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Gordischer Knoten
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣoɾ.ði.os ðeˈzmos/
Πολυλεκτικός όρος
γόρδιος δεσμός αρσενικό
- (κυριολεκτικά) περίπλοκος κόμπος από φλοιό κρανιάς που έδενε το άρμα του Γόρδιου, πατέρα του Μίδα και αρχαίου βασιλιά της Φρυγίας, σε κολόνα στον ναό του Δία στην πόλη Γόρδιο και που έκοψε ο Αλέξανδρος ο Μέγας
- (μεταφορικά) δύσκολο και δυσεπίλυτο πρόβλημα (που ενίοτε έχει μια απλή λύση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.