Γόρδιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τὸ Γόρδιον
      γενική τοῦ Γορδίου
      δοτική τῷ Γορδί
    αιτιατική τὸ Γόρδιον
     κλητική ! Γόρδιον
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Γόρδιον < Γόρδιος

Κύριο όνομα

Γόρδιον ουδέτερο

  • Γόρδειον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.