γυναικολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γυναικολογικός | η | γυναικολογική | το | γυναικολογικό |
| γενική | του | γυναικολογικού | της | γυναικολογικής | του | γυναικολογικού |
| αιτιατική | τον | γυναικολογικό | τη | γυναικολογική | το | γυναικολογικό |
| κλητική | γυναικολογικέ | γυναικολογική | γυναικολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γυναικολογικοί | οι | γυναικολογικές | τα | γυναικολογικά |
| γενική | των | γυναικολογικών | των | γυναικολογικών | των | γυναικολογικών |
| αιτιατική | τους | γυναικολογικούς | τις | γυναικολογικές | τα | γυναικολογικά |
| κλητική | γυναικολογικοί | γυναικολογικές | γυναικολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γυναικολογικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική gynécologique < gynécologie < αρχαία ελληνική γυνή + λέγω
Επίθετο
γυναικολογικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη γυναικολογία ή το γυναικολόγο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις γυναικολόγος, γυναίκα και λέω
Μεταφράσεις
γυναικολογικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.