γυναικολογικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
γυναικολογικά < γυναικολογικός + -ά
Μεταφράσεις
γυναικολογικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
γυναικολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γυναικολογικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.