γυναικεῖος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

γυναικεῖος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γυναικεῖος < γυνή, γυναικ- + -εῖος

Επίθετο

γυναικεῖος

Συγγενικά

  • γυναικειάριος
  • γυναικεῖον
  • γυναικειώδης
  • γυναικίζω
  • γυναίκισιμα
  • γυναικίτικος

 και δείτε τις λέξεις γυναίκα και γυνή

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική γυναικεῖος γυναικεί
& γυναικεῖος
τὸ γυναικεῖον
      γενική τοῦ γυναικείου τῆς γυναικείᾱς
& γυναικείου
τοῦ γυναικείου
      δοτική τῷ γυναικεί τῇ γυναικεί
& γυναικεί
τῷ γυναικεί
    αιτιατική τὸν γυναικεῖον τὴν γυναικείᾱν
& γυναικεῖον
τὸ γυναικεῖον
     κλητική ! γυναικεῖε γυναικεί
& γυναικεῖε
γυναικεῖον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γυναικεῖοι αἱ γυναικεῖαι
& γυναικεῖοι
τὰ γυναικεῖ
      γενική τῶν γυναικείων τῶν γυναικείων
& γυναικείων
τῶν γυναικείων
      δοτική τοῖς γυναικείοις ταῖς γυναικείαις
& γυναικείοις
τοῖς γυναικείοις
    αιτιατική τοὺς γυναικείους τὰς γυναικείᾱς
& γυναικείους
τὰ γυναικεῖ
     κλητική ! γυναικεῖοι γυναικεῖαι
& γυναικεῖοι
γυναικεῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γυναικείω τὼ γυναικεί
& γυναικείω
τὼ γυναικείω
      γεν-δοτ τοῖν γυναικείοιν τοῖν γυναικείαιν
& γυναικείοιν
τοῖν γυναικείοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «γυναικεῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γυναικεῖος < γυνή, γυναικ- + -εῖος

Επίθετο

γυναικεῖος, α, ον & -ος, -ος, -ον

  1. ο σχετικός με τη γυναίκα
    γυναικεῖαι βουλαί
    γυναικεῖος ἰατρός (ο γυναικολόγος της εποχής)
    γυναικεῖος κόλπος (το αιδοίο)
  2. ασθένεια σχετική με τα γεννητικά όργανα της γυναίκας
    γυναικεῖος ῥοῦς (ίσως λευκόρροια)
  3. ασήμαντος, ανόητος
    γυναικεία και σμικρὰ διάνοια
  4. θηλυπρεπής
    γυναικεῖα δράματα

Σημειώσεις

(ουσιαστικοποιημένο):

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.